στίξη

στίξη
Η χρήση σημείων για το χωρισμό των λέξεων από άλλες, σε προτάσεις και μέρη προτάσεων. Μερικά από τα σημεία αυτά (τελεία, στιγμή, μέση στιγμή και κόμμα), επινόησε και πρωτοχρησιμοποίησε στην ελληνική γλώσσα ο Αλεξανδρινός γραμματικός Αριστοφάνης ο Βυζάντιος. Το δυτικό σύστημα σ. είναι προϊόν του 9ου αι. μ.Χ. Σε πολλές γλώσσες όπως είναι η αραβική, η κινεζική κ.ά. δεν υπήρχαν, σχεδόν ώς τα πρόσφατα χρόνια σημεία σ. και οι προτάσεις τους συνδέονταν ή χωρίζονταν με μόρια. Οι γλώσσες αυτές υιοθέτησαν τελικά το δυτικό σύστημα. Τα σημεία σ. στην ελληνική είναι τα εξής: το κόμμα (,) βασικό σημείο σ., που χρησιμεύει για την αποσαφήνιση της δομής μιας πρότασης με το χωρισμό λέξεων, φράσεων και προτάσεων. Στα μαθηματικά υποδηλώνει τον χωρισμό των δεκαδικών αριθμών. Η τελεία (.), που δείχνει το τέλος μιας πλήρους πρότασης. Στα μαθηματικά υποδηλώνει το χωρισμό των χιλιάδων και δεκάδων χιλιάδων. Η άνω τελεία (·), είναι σημείο μεγαλύτερης έμφασης από το κόμμα, που μπαίνει συνήθως σε μεγάλες προτάσεις. Το κώλο (:) καθιερώθηκε στην ελληνική από τις ξένες γλώσσες και χρησιμοποιείται σαν εισαγωγή πριν από επεξηγηματική φράση ή πρόταση. Το ενωτικό (-), χρησιμεύει για το χωρισμό λέξης που συνεχίζεται στην επόμενη γραμμή ή για σύνδεση δύο λέξεων. Η παύλα (–), χρησιμεύει για πολλούς σκοπούς, αλλά περισσότερο σαν σημείο απότομης αλλαγής πρότασης ή για χωρισμό πρότασης που παρεμβάλλεται (αντί για παρένθεση), οπότε και μπαίνουν δύο παύλες. Η παύλα στην αρχή μιας παραγράφου, σημαίνει ότι πρόκειται για τον αυτούσιο λόγο εκείνου που μιλά. Η παρένθεση (), περικλείει λέξη, φράση ή και ολόκληρη πρόταση, που μπαίνει σαν επεξήγηση. Παραλλαγή της παρένθεσης είναι οι αγκύλες [ ], που χρησιμοποιούνται συχνά εκεί όπου πρέπει να χρησιμοποιηθούν βοηθητικές παρενθέσεις και βασικά στα μαθηματικά. Τα εισαγωγικά (« ») περικλείουν αυτούσιες φράσεις εκείνου που μιλά, λέξεις ασυνήθιστες, λέξεις όπου δίνεται ιδιάζουσα σημασία κλπ. Η έλλειψη (...), τελικά της λέξης δείχνει απότομη διακοπή του λόγου. Το ερωτηματικό (;) δίνει στην πρόταση μορφή ερώτησης. Τέλος το θαυμαστικό (!) χρησιμεύει, για να υποδηλώσει θαυμασμό, απορία, κατάπληξη κλπ. Όταν το θαυμαστικό μπαίνει σε παρένθεση, στο τέλος μιας λέξης υποδηλώνει την ειρωνική διάθεση εκείνου που γράφει για κάποιο κείμενο ή και λέξη.
* * *
η / στίξις, -εως, ΝΑ [στίζω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στίζω, η δημιουργία στιγμάτων
2. ο στιγματισμός με αιχμηρό και οξύ όργανο
3. γραμμ. ο χωρισμός τού γραπτού λόγου σε επιμέρους ενότητες, περιόδους, κώλα, προτάσεις, που γίνεται από τον γράφοντα, με βάση ειδικό σύστημα γραπτών σημείων
νεοελλ.
1. δερματοστιξία, τατουάζ
2. φρ. «σημεία στίξης» — γραπτά σημεία που χρησιμοποιούνται για τον σχολιασμό και τη διαίρεση τού γραπτού λόγου σε επιμέρους ενότητες
αρχ.
μουσ. σημείωση μουσικών φθόγγων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στίξη — η 1. επίθεση στιγμάτων. 2. το να βάζει κάποιος ειδικά σημεία για το χώρισμα των περιόδων και προτάσεων: Να φροντίσεις να μάθεις τους κανόνες της στίξης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιστίζω — Α 1. κεντώ κάτι ολόγυρα, στολίζω ολόγυρα με στίγματα 2. τοποθετώ κάποιον ή κάτι γύρω από κάτι άλλο 3. γραμμ. δηλώνω κάτι με στίξη, βάζω σημείο στίξης 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) περιεστιγμένος, η, ον αυτός που έχει σημειωθεί με στίξη.… …   Dictionary of Greek

  • Miltos Pechlivanos — (griechisch Μίλτος Πεχλιβάνος, * 1965) ist ein griechischer Neogräzist, Literaturwissenschaftler und Professor für Neogräzistik an der Freien Universität Berlin. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Forschungsschwerpunkte …   Deutsch Wikipedia

  • βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») …   Dictionary of Greek

  • διάστιξη — (AM διάστιξις) [διαστίζω] ο χωρισμός λέξεων ή φράσεων με τα σημεία στίξεως, η στίξη νεοελλ. 1. στολισμός επιφάνειας με στίγματα, στιγματισμός 2. ειδικά η διακόσμηση τού ανθρώπινου σώματος με παραστάσεις δερματοστιξία, τατουάζ μσν. 1. στιγματισμός …   Dictionary of Greek

  • διαστιγμή — διαστιγμή, η (Α) διάστιξη*. στίξη …   Dictionary of Greek

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

  • κατάστικτος — η, ο (AM κατάστικτος, ον) [καταστίζω] 1. γεμάτος στίγματα, καλυμμένος με στιγμές, με σημάδια, διάστικτος 2. ποικιλόχρωμος, παρδαλός 3. υπερβολικά στολισμένος, καταστολισμένος αρχ. 1. αυτός που έχει το σώμα ή το πρόσωπό του κατάστικτο, γεμάτο από… …   Dictionary of Greek

  • μέση — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 504 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται Α της Βέροιας, σε απόσταση 64 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βέροιας. 2. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) στην… …   Dictionary of Greek

  • νυγμή — νυγμή, ἡ (Α) 1. νυγμός 2. (στη στίξη) η στιγμή, η τελεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ (πρβλ. παθ. αόρ. ἐνύγ ην) τού νύσσω* «κεντώ» + κατάλ. μη*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”